1 κριτικος
(ἥ γεῦσις, δύναμις Arst.)
(ἀρχή Arst.)
(ἐνθυμήσεων καὴ ἐννοιῶν καρδίας NT.)
(ἱδρώς)
(ἀσιτίαι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > κριτικος